Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τὰ βέλεα

См. также в других словарях:

  • βέλεα — βέλος missile neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλε' — βέλεα , βέλος missile neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βέλει , βέλος missile neut nom/voc/acc dual (attic epic) βέλεϊ , βέλος missile neut dat sg (epic ionic) βέλει , βέλος missile neut dat sg βέλεε , βέλος missile neut nom/voc/acc dual (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ELEA — civitas Lucaniae, quam quidam Helam a fonte nominavêrunt, Alii a palude. dictam opinantur, quae Graecis τὸ ἕλος dicitur. Steph. Βελέα. Item Elea Aeolidis urbs. Mela l. 2. In ea natus est Zeno Philosophus, qui Eleates dicebatur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

  • στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόστροφος — ον, Α (για χορδή τόξου) κατασκευασμένος από συνεστραμμένα σύρματα χρυσού («χρυσοστρόφων ἀπ ἀγκυλᾱν βέλεα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»